πιλατεύω

πιλατεύω
πιλατεύω, πιλάτεψα βλ. πίν. 17

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιλατεύω — Ν 1. ταλαιπωρώ, παιδεύω, βασανίζω κάποιον 2. ενοχλώ, πειράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Πιλᾶτος* + κατάλ. εύω, ενώ κατ άλλους < ἀπελάτης (< ἀπελαύνω «διώχνω»)] …   Dictionary of Greek

  • πιλατεύω — πιλάτεψα (ίσως από το Πιλάτος), τυραννώ, ενοχλώ, πειράζω, παιδεύω: Μην το πιλατεύεις το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιλάτεμα — το, Ν [πιλατεύω] πείραγμα, ενόχληση …   Dictionary of Greek

  • σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • πιλάτεμα — το η πράξη του πιλατεύω, ενόχληση, πείραγμα, βασανισμός: Από το πολύ πιλάτεμα έβαλε τα κλάματα το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”